- Πέφνῳ
- Πέφνοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέφνω — Α φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός ενεστ. σχηματισμένος με διπλασιασμό από το θ. φν τού αορ. ἔπε φν ον τού θείνω*] … Dictionary of Greek
Πέφνω — Πέφνος masc nom/voc/acc dual Πέφνος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέφνω — θείνω strike aor subj act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)